- οστεοθήκη
- η1. ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο στο οποίο φυλάσσονται τα οστά ανακομιζόμενων νεκρών2. οικοδόμημα στο οποίο αποτίθενται τα οστά νεκρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστεοθήκη — η κιβώτιο στο οποίο φυλάγονται τα οστά νεκρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
νεκροθήκη — η (Α νεκροθήκη) νεοελλ. 1. θήκη για εναπόθεση νεκρών, σαρκοφάγος 2. θήκη για εναπόθεση οστών, οστεοθήκη, λειψανοθήκη 3. φέρετρο αρχ. υδρία, αγγείο όπου τοποθετούσαν τη σποδό τών νεκρών, τεφροδόχος κάλπη … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
πυρία — και ιων. τ. πυρίη, ἡ, Α 1. ατμόλουτρο το οποίο παρασκεύαζαν ρίχνοντας σπέρματα καννάβεως ή και άλλες ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους («χρωμένους δὶς καὶ πυρίαις ἐκ λίθων διαπύρων», Στράβ.) 2. κάθε είδος εξωτερικής εφαρμογής τής θερμότητας … Dictionary of Greek
υπώστη — και ὑπόστη, ἡ, Α 1. τύμβος 2. οστεοθήκη κάτω από βωμό ή ανδριάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπώστη / ὑπόστη, όπως και ο τ. εἰσώστη, είναι τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή της με τη λ. ὀστοῦν παραμένει ανεπιβεβαίωτη] … Dictionary of Greek
χωνευτήριο — το 1. μεταλλευτική κάμινος, χυτήριο. 2. η οστεοθήκη των νεκροταφείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)